Κάθομαι τώρα στην αγαπημένη σου πολυθρόνα. Θυμάμαι, όταν αγόρασα αυτό το σαλόνι, ήρθες να το δεις όλο καμάρι! Μπήκες στο σπίτι μου και κάθισες κατ' ευθείαν σ' αυτήν εδώ την πολυθρόνα. Χάϊδεψες με τα ακροδάχτυλα σου τα μπράτσα της. Να. Έτσι ... Με αργές, τρυφερές κινήσεις. Θαρρείς και χάϊδευες εμένα όταν ακόμη ήμουν βρεφούδι.
Με κοίταξες με έντονο βλέμμα. Βλέμμα που πρόδιδε πληρότητα και ένα αίσθημα υπερηφάνειας για ΄μένα. Είπες μια φράση μοναχά : "Αυτός είναι ο θρόνος μου". Ξαφνιάστηκα στο άκουσμα αυτό μα δε μίλησα. Άφησα την απορία μου να μείνει ξεκρέμαστη και προτίμησα να παραχωρήσω τη θέση της σε ένα χαμόγελο που με μαγικό τρόπο, ξέκλεψε ένα συνωμοτικό χαμόγελο από τα δικά σου χείλη. Δεν χρειαζόταν να εξηγήσουμε τίποτα και σε κανέναν.
Γράφω τώρα τούτες τις αράδες και είναι σα να σε έχω μπροστά μου. Είναι για μια ακόμη φορά τόσο ζωντανό το αίσθημα της παρουσίας σου που με κατακλύζει, κι ας είσαι απούσα. Νοσταλγώ το συναπάντημα των ματιών μας που τόσα πολλά έλεγαν μέσα από τις ατελείωτες σιωπές μας. Σιωπές που κραύγαζαν για ψυχική επαφή. Ξέρεις? Προτιμούσα τις σιωπές μας. Τις ώρες εκείνες που αφήναμε το χρόνο να κυλά χωρίς να λέμε τίποτα. Τις ώρες εκείνες που βυθιζόταν η καθεμιά στις σκέψεις της και επικοινωνούσαμε με έναν μυσταγωγικό τρόπο. Όταν ξεμύτιζαν λέξεις από τα χείλη μας κάτι αλλόκοτο θαρρείς πως συνέβαινε. Ένας εκνευρισμός βγαλμένος από τον αθέατο εσωτερικό μου κόσμο φτερούγιζε στον αέρα και αμαύρωνε τις λιγοστές μας στιγμές. Τώρα πια ξέρω τι ήταν αυτό που κατά βάθος με έφτανε πέρα από τα όρια του εαυτού μου. Ήταν μαμά που ήθελα σα μικρό παιδί να κουρνιάσω στην αγκαλιά σου και να σου ζητήσω να φιλήσεις τις πληγές της ψυχής μου να γιάνουν. Μα πως να κάνω κάτι τέτοιο? Από τη μια εγώ, γυναίκα δυνατή υποτίθεται και πάντα μάχιμη στον αγώνα της ζωής, στη μέση της αρένας ενός χαιρέκακου κόσμου, από την άλλη εσύ, ένα βασανισμένο, πονεμένο και ανυπεράσπιστο σπουργίτι. Κατέληγα πάντα να απλώνω το χέρι μου, να σου χαϊδεύω το μάγουλο και τα μαλλιά και να σκέφτομαι πόση ανάγκη είχα εγώ αυτό το χάδι. Ναι μαμά. Προτιμούσα τις σιωπές μας. Έτσι μπορούσαμε και οι δυο να βυθιζόμαστε στις σκέψεις μας και συγχρόνως να νιώθουμε πως είμαστε έστω και έτσι μαζί. Για όσες φορές...
Μόνον ένα βράδυ θυμάμαι πως σπάζοντας τη σιωπή μας αισθανθήκαμε όμορφα όπως αισθάνονται δυο φίλες που ανοίγουν τα εσώψυχά τους και λυτρώνονται από το σκούρο χρώμα της ψυχής. Το θυμάμαι με πόνο εκείνο το βράδυ μα και με νοσταλγία συγχρόνως. Πόσα τέτοια βράδια θα μπορούσαμε να έχουμε οι δυο μας. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Αν ...
Γροθιά στο στομάχι είναι η ήρεμη φιγούρα σου η γαληνεμένη, όταν σηκώθηκες από το κρεβάτι σου και ήρθες και κάθισες μαζί μου στο σαλόνι επειδή μου είπες πως δεν είχες ύπνο. Είχα μόλις ετοιμάσει μια φρουτοσαλάτα και έβαλα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί να πιω. Ήταν ο τρόπος μου για να ξεκουράζω το μυαλό από τις σκέψεις που το μαστίγωναν αλύπητα. Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και μια φρουτοσαλάτα με παρέα τη λυτρωτική μοναξιά μου. Καμιά φορά το παράκανα, και γέμιζα και δεύτερη φορά το ποτήρι μου, όταν το βράδυ δεν κυλούσε γρήγορα. Και όταν τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα μέσα στη μέρα που έδινε τη θέση της σε μια αβάσταχτη νύχτα, ίσως να ακολουθούσε και ένα τρίτο ποτήρι για να χαλαρώσει κορμί και νους από κούραση και σκέψεις.
"Να σου βάλω ένα ποτήρι κρασί μαμά?" σε ρώτησα, και τώρα που ζω ξανά τη σκηνή, ξεχωρίζω μια χαρούμενη λάμψη στα μάτια σου. "Ναι" μου είπες, "αλλά λίγο, γιατί πήρα και το χάπι της πίεσης". Σου έβαλα. Μισό ποτήρι κόκκινο κρασί. Σου έκοψα και λίγα φρούτα από εκείνα που μπορούσες να φας και κάθισα δίπλα σου να κάνουμε παρέα. Μόνη εγώ, αυτοεξόριστη από τη ζωή που έχτιζα τόσα χρόνια, μόνη κι εσύ, διωγμένη από το σπίτι σου που κάποτε στέγαζε μια ζηλευτή οικογενειακή θαλπωρή. Τώρα στέγαζε μοναχό του το άρρωστο παιδί σου. Αιτία του διωγμού σου από τη φωλιά σου χωρίς ωστόσο να μπορείς να του κρατήσεις κακία για το κατάντημά σου. Κοίτα λοιπόν, σκέφτηκα, πως δυο ανθρώπινα κουφάρια μπορούν και να περνούν καλά!
Όμορφη βραδιά Θεέ μου! Αυτήν την βραδιά επέλεξα να κρατήσω στη μνήμη μου από ΄σένα. Από ΄μας.
Ήξερες το Γολγοθά που περνούσα τα τελευταία χρόνια. Ήξερα πως δε γινόταν να στηρίζομαι σε ΄σένα. Ξέραμε και οι δυο πως η μία δεν μπορούσε να βοηθήσει την άλλη όσο και αν το λαχταρούσαμε. Ούτε ψυχικά μα ούτε και οικονομικά. Ξέραμε και οι δυο πως ουσιαστικά ήμασταν μόνες και πως ενώ εσύ είχες αποκάμει από τη ζωή και πλέον είχες αφεθεί στη μοίρα σου, εγώ έπρεπε με κάθε τρόπο να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων γιατί ήμουν η ρίζα ενός δέντρου και σαν ρίζα, όφειλα να κρατώ στη θέση τους τα κλωνάρια μου Να τα κρατώ γερά και να τα προστατεύω απ' όλους τους καταστροφικούς αέρηδες. Μέχρι να καρπίσουν.
"Δεν σε φοβάμαι" μου είπες. "Είσαι καπετάνιος εσύ!".
Μαμά? Σου είπα ποτέ πόση δύναμη μου έδωσε εκείνη σου η κουβέντα? Σου είπα ποτέ πόσο πολύ γραπώθηκα από τα λόγια σου αυτά, και πόσο με στήριζαν κάθε φορά που ο άνεμος παράδερνε με λύσσα τη ζωή μου? Ακόμη και σήμερα μαμά τα λόγια σου εκείνα είναι δεκανίκι που γερά κρατώ να μην λυγισω. Να μη λιγοψυχίσω σ' ότι δυσβάσταχτο συμβαίνει. Είναι η φλογίτσα που συνέχεια μέσα μου θα καίει και σε κάθε ανεμοσούρι που απ' έξω θα φυσά, αυτή θα δυναμώνει και θα με κρατά αντριωμένη. Είναι, και θα ΄ναι πάντα, η δύναμη που θα με μεταμορφώνει σε μια ολόκληρη πυρκαγιά, στη δίνη της οποίας όλες οι δυσκολίες θα γίνονται κλαράκια που θα καίγονται, θα την τροφοδοτούν και θα την θεριεύουν ακόμη πιο πολύ. Κι όταν στο τέλος της ζωής αυτής θα φτάσω, θα ΄ναι σα να σβύνει μια τεράστια φωτιά που στο πέρασμά της αποκαϊδια άφησε όλες τις κακουκίες που συνάντησε στο διάβα της.
Τι κι αν δεν σου το ΄χα πει ποτέ μου? Στο λέω τώρα, νοερά και ξέρω πως ακούς τη σκέψη μου εκεί στο παράλληλο σύμπαν όπου περιφέρεσαι και στοργικά παρακολουθείς τα βήματά μου.
Φοβόσουν τα γεράματά σου. Από τα μικράτα μου σε θυμάμαι να μιλάς γι' αυτά. Και όσο τα φοβόσουν, τόσο δύσκολα ήταν. Μαχαίρι στην καρδιά μου το Ίδρυμα όπου έμελλε να καταλήξεις. Ένα μαχαίρι πριονωτό που αόρατο χέρι χωρίς λύπηση καμιά, το στριφογυρίζει ακόμη και σήμερα με ηδονή μες την καρδιά μου. Μεγάλη είναι η τρύπα που άνοιξε η λάμα του, την έχει σχεδόν ροκανίσει ολόκληρη και μόνον το περίγραμμα έχει απομείνει από αυτήν. Ακόμη και αυτό κοντεύει να εξαφανισθεί με την απουσία σου μαμά και με την απουσία κι άλλων πνοών αγαπημένων από τη ζωή μου. Ίσως και να είμαι η μοναδική ανθρώπινη υπόσταση που στη θέση της καρδιάς έχει μια μεγάλη μαύρη τρύπα. Με έντονα τα σημάδια της κακοποίησής της.
Πως ήρθαν έτσι τα πράγματα μαμά? Ποιοι κακοί δαίμονες και ποιες σκοτεινές δυνάμεις συνωμότησαν για ένα τέτοιο τέλος? Προσπαθώ ακόμη και σήμερα να βρω μια λύση, μια καλύτερη λύση για ΄σένα. Ακόμη και σήμερα. Δύο χρόνια μετά από το χαμό σου. Είναι πολύ αργά. Το ξέρω. Δεν έχει νόημα. Όμως θέλω να εξαντλήσω όλα τα περιθώρια.
Σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι...
Δεν βρίσκω λύση.
Τρελαίνομαι!
Εκεί καταλήγεις πάλι...
Η θέση σου έλεγες ήταν δίπλα στο άρρωστο παιδί σου γιατί αισθανόσουν πως σε είχε απόλυτη ανάγκη. Και όταν ήρθε εκείνη η μαύρη ώρα που το Ίδρυμα ήταν πλέον μονόδρομος για εκείνο, έγινε με μιας μονόδρομος και για ΄σένα. Επιλογές που δεν είχα τη δύναμη να τις αλλάξω.
Τι κι αν ζητούσε η ψυχή σου με περισσή λαχτάρα να περάσεις στο σπίτι σου τα στερνά σου?
Τόσο ανήμπορη! Τόσο ανάξια κόρη!
Τίποτα. Τίποτα δεν έκανα για να γυρίσεις εκεί όπου ήταν η θέση σου. Στο άλλοτε γεμάτο θαλπωρή και χαρά σπιτάκι σου.
Σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι...
Τρελαίνομαι!
Δεν έχει νόημα.
Έφυγες...
Έχει νόημα! Είσαι εδώ! Είσαι μέσα μου, στη θέση της τρύπας που απέμεινε από την χαμένη μου καρδιά! Πρέπει να βρω μια λύση μαμά!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΚΕΦΤΩ ΚΙ ΑΛΛΟ!