Μάνα, Μητέρα και Μαμά μου
Οι αναμνήσεις λιγοστές απ’ τα μικράτα σου.
Ευάλωτο κλαράκι εσύ.
Κάποιος στα χέρια σε κουβάλαε για να σε προστατεύσει.
Άκουες σειρήνες, μου ΄λεγες στην συμπρωτεύουσα.
και σαν σε όνειρο, τον πανικό του κόσμου με μάτια ορθάνοιχτα
παρατηρούσες.
Άλλη εικόνα που ΄χες απ’ τα δύσκολα εκείνα χρόνια σου,
σε μια γωνιά ενός Ιδρύματος κοιτάς σαν τρίτος άνθρωπος
τώρα τον εαυτό σου.
Έτσι κακομοιριασμένο και ψωριάρικο όπως ήσουνα,
είχες από καιρό πια χάσει την ελπίδα,
το βλέμμα της η τύχη πως σε ΄σένανε θα το ‘ριχνε.
Προσπέρασε όμως κάποτε η Ζωή τους λιλιπούτιους συγκατοίκους σου
κι άπλωσε το χέρι στη ζωή να σε τραβήξει.
Οι θύμησές σου απ’ τον άντρα της Ζωής,
σημείο αναφοράς στη μετέπειτα ζωή σου.
Με νοσταλγία και αγάπη απύθμενη πάντα γι’ αυτόν μου μίλαες…
Άλλον πατέρα εσύ δεν γνώρισες,
μα ούτε και καλύτερο να φανταστείς μπορούσες.
Στους ώμους του συνέχεια σε κουβάλαε
και αντί να σου μιλά, σου σιγοτραγουδούσε.
Πέρασες λίγα χρόνια ξέγνοιαστα κι ανέμελα,
στην οικογενειακή τη θαλπωρή που οι δύο Άγιοι σου χαρίσαν.
Τούτο της μοίρας φαίνεται, διόλου δεν άρεσε
Και της ζωής το σκηνικό να σου αλλάξει επιθυμούσε.
Έπεσες αναπάντεχα από το θρόνο που στους δυο ώμους Του βρισκότανε.
Ορφάνεψες ξαφνικά κι απ’ το τραγούδι Του
που ο γνώριμός σου λόγος ήταν ως τα τότε.
Τώρα οι θύμησες θαρρείς πιο έντονα γινήκανε και το μυαλό αλύπητα το μαστιγώνουν.
Πλύστρα η Ζωή σε ξένες σκάφες μου ΄πες, κι ένα δάκρυ κύλησε
απ΄ τα ματιά σου…
Συμβιβασμούς απ’ τη ζωή που ονειρευότανε για ΄σένα δεν τους δέχθηκε
τίποτα δεν ήθελε και πάλι να σου λείψει.
Και δεν σου έλειψε!
Καλοαναθρεμένη σε μεγάλωσε
παρ’ όλες τις δικές της τις στερήσεις.
Κι όσο τα χρόνια πέρναγαν μεταμορφώθηκες,
κι έγινες ένας ολόφωτος και εκτυφλωτικός για την Ζωή σου ήλιος.
Απ’ των θεών παρέκκλινες το σχέδιο
πάνω στη γη μαζί με τους κοινούς ανθρώπους μονάχη περπατούσες.
Περνάγανε τα χρόνια και να ΄σου η μοίρα που σου ξαναχαμογέλασε!
Στο δρόμο σου ένας άλλος Άγιος σε πήρε από το χέρι.
Με γέννες τρεις βλογήθηκες κι η ομορφιά σα να γιγάντωσε.
Όχι μονάχα αυτή που στων πολλών τα μάτια ήταν ορατή, μα και εκείνη της ψυχής σου.
Στόχος και πάλι έγινες εσύ και ο πατέρας μου
από την μοίρα που κρυφά παραφυλούσε.
Να δραπετεύσεις απ’ την ύπουλη παγίδα που σου έστησε προσπάθησες
και με τον σκοτεινό του Χάροντα μανδύα έδινες μάχες.
Αρχίνησες σ’ Αγίους τάματα και οι προσευχές σου δυναμώσανε
τα δυο από τα τρία σου παιδιά να σώσεις.
Κάποτε οι θύμησές σου έφτασαν στο τέλος τους
Και απ’ τη ζωής την κούραση προτίμησες την εύκολη τη λύση.
Μάνα, μητέρα και μαμά μου…
Έφυγες πρόωρα δίχως καθόλου να σκεφτείς τον «καπετάνιο» σου
κι ένα «γιατί?» στη θέση σου αναπάντητο απομένει.
Ένα «γιατί?» τα όπλα να καταθέσεις βιάστηκες
κι αφέθηκες στο άδοξό σου τέλος.
Εκεί…
σ’ ένα άλλο Ίδρυμα που μόνη σου επέλεξες ο κύκλος σου ΕΚΕΙ να κλείσει…
Σημ. Αυτή ήταν η ιστορία της ζωής της μητέρας μου της οποίας η ακριβής ηλικία και τα γενέθλιά της παρέμειναν μέχρι το θάνατό της άγνωστα, μιας και μετά από τον βομβαρδισμό του 1943 στην Θεσσαλονίκη, βρέθηκε σε ένα ορφανοτροφείο στο οποίο και καταγράφηκε αυθαίρετα, για ευνόητους λόγους, μια τυχαία ημερομηνία γέννησης (25 Δεκεμβρίου 1941). Δεν σκέφτηκα ποτέ κάτι να γράψω για την ζωή της. Μου έδειξε τον δρόμο όμως η "Πυργοδέσποινα" της blog-ο-γειτονιάς όπου βρέθηκα, κι εγώ δίχως καθόλου δισταγμούς, τον ακολούθησα.
Ότι παραπάνω αναγράφεται, βγήκε πηγαία και αυθόρμητα κι αν δεν θα συμμετείχε στο υπέροχο δρώμενο της Αριστέας ( https://princess-airis.blogspot.gr/2017/05/16o-Symposio-Poiisis14.html ) δεν θα επέστρεφα όχι μονάχα απλά για να το "χτενίσω" λιγουλάκι, αλλά ούτε καν να το διαβάσω.
Γιατί με πόναγε και ίσως να με πονά για πάντα, παρ' όλο που την καταχώνιασα στα σκοτεινά την ιστορία της ζωής αυτής...
Λέξεις κλειδιά του δρώμενου : "μάνα", "μητέρα", "μαμά".